- λιβαδήσιος
- -α, -ο (Μ λιβαδήσ[ι]ος, -α, -ον)νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιβάδι ή προέρχεται από λιβάδιμσν.(για τόπο) αυτός που είναι ή μοιάζει με λιβάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. -ήσ(ι)ος (πρβλ. βουν-ήσιος, καμπ-ήσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.